- ποδόψηστρον
- τὸ, Αψάθα στην είσοδο για τον καθαρισμό τών υποδημάτων από τις λάσπες ή το χώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ψηστρον (< θ. ψη- τού ψάω/ *ψήω «τρίβω, αγγίζω ελαφρώς, σφουγγίζω» + επίθημα -τρον, με δυσερμήνευτο -σ-, πρβλ. παρακμ. ἔ-ψησ-μαι), πρβλ. από-ψηστρον].
Dictionary of Greek. 2013.